ένσφαιρος

ένσφαιρος
ος , ον содержащий пулю, снаряд;

ένσφαιρον φυσίγγιον — боевой патрон


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ένσφαιρος" в других словарях:

  • ένσφαιρος — η, ο αυτός που περιέχει σφαίρα («ἔνσφαιρα φυσίγγια», «ένσφαιρα πυρά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < εν + σφαίρα. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Αγγέλου Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • ένσφαιρος — η, ο 1. που έχει σφαίρα ή βλήμα, που έχει γόμωση: Ένσφαιρα φυσίγγια. 2. που γίνεται με σφαίρα ή βλήμα: Γυμνάσια με ένσφαιρα πυρά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σφαίρα — Γεωμετρικό σώμα, η επιφάνεια του οποίου είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων που απέχουν εξίσου από ένα σημείο, το κέντρο. Ακτίνα είναι η σταθερή απόσταση του κέντρου από οποιοδήποτε σημείο της σφαιρικής επιφάνειας· χορδή, ένα τμήμα που έχει τα… …   Dictionary of Greek

  • τριβέας — ο / τριβεύς, έως, ΝΑ νεοελλ. 1. τεχνολ. κυλινδρικό τεμάχιο, συνήθως ορειχάλκινο, με εσωτερική επίστρωση από λευκό μέταλλο πάνω στο οποίο στηρίζεται άτρακτος ή άλλο μέρος μηχανής που στρέφεται 2. (μεταλλ.) μηχανική διάταξη που χρησιμοποιείται για… …   Dictionary of Greek

  • άσφαιρος — η, ο αυτός που δεν περιέχει σφαίρα, βόλι, μπάλα (αντίθ. ένσφαιρος, η, ο): Οι ασκήσεις των στρατιωτών τη μέρα εκείνη γίνονταν με άσφαιρα πυρά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»